- αβανιάζω
- [αβανιά]1. διαβάλλω, συκοφαντώ, κακολογώ2. προδίδω, καταδίδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… … Dictionary of Greek